- καταχθονισμός
- καταχθονισμός, ὁ (Μ)1. το να κλείνει κάποιος τα βλέφαρα για να κοιμηθεί2. η κλίση τών βλεφάρων και τών ματιών προς τα κάτω, το να βλέπει κάποιος χαμηλά.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για «σύνθετο εκ συναρπαγής» < φρ. κατὰ χθονός].
Dictionary of Greek. 2013.